FAQs About the word encumbered

Επιβαρυμένος

loaded to excess or impeded by a heavy loadof Encumber

Ανάπηροι,παρεμποδισμένος,κουτσός

Απαλλαγμένος,δωρεάν,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,παραιτούμαι,κυκλοφόρησε,Κλείνω (από),απελευθερωμένος,παραδόθηκε,ανεμπόδιστο

encumber => Βαρύνω, enculturation => Εγκulturation, encryption => Κρυπτογράφηση, encrypt => Κρυπτογράφηση, encrustment => κρούστα,