FAQs About the word unimpeded

απρόσκοπτος

not slowed or prevented

δωρεάν,απελευθερωμένος,ανεμπόδιστο,Απαλλαγμένος,απελευθερωμένος,παραιτούμαι,Κλείνω (από),απελευθερωμένος,παραδόθηκε,κυκλοφόρησε

Ανάπηροι,παρεμποδισμένος,Επιβαρυμένος,κουτσός

unimpeachably => αδιαμφισβήτητα, unimpeachable => αδιάψευστος, unimpassioned => Απαθής, unimpaired => αβλαβής, unimpairable => αναλλοίωτος,