Greek Meaning of plugged

συνδεδεμένο

Other Greek words related to συνδεδεμένο

Definitions and Meaning of plugged in English

Wordnet

plugged (a)

(of a coin) altered by the insertion of a plug of base metal

Wordnet

plugged (s)

completely obstructed or closed off

Webster

plugged (imp. & p. p.)

of Plug

FAQs About the word plugged

συνδεδεμένο

(of a coin) altered by the insertion of a plug of base metal, completely obstructed or closed offof Plug

αποκλεισμένο,βουλωμένο,Κλειστό,μαρμελάδα,εμπόδισαν,κλείνω,σταμάτησε,Γεμιστό,στενός,εμπόδισε

σαφής,ξεκαθαρισμένο,δωρεάν,ανοιχτό,ανεμπόδιστος,άδειος,πλωτός,ικανοποιητικός,Ξεβουλωμένο,ανοιχτός

plugboard => Άλμα πατάκι, plug into => Συνδέω, plug in => συνδέω, plug hat => Καπέλο κορυφής, plug fuse => Πρίζα ασφάλεια,