Greek Meaning of clogged
βουλωμένο
Other Greek words related to βουλωμένο
- έκρηξη
- συνωστισμένος
- γεμάτος
- μαρμελάδα
- υπερχειλίζων
- υπερπλήρης
- Υπερφορτωμένος
- υπερφορτωμένος
- υπερφορτωμένος
- κορεσμένος
- υπερπλήρης
- γεμάτο
- υπερχειλής
- εξογκωμένος
- πολυσύχναστος
- απασχολημένος
- βόμβος
- γεμάτο
- γεμάτο
- βόμβος
- κατάμεστος
- φορτωμένο
- συσκευασμένο
- Γεμιστό
- γεμάτο
- χορτάτος
- άφθονος
- άφθονος
- ζωντανός
- κινούμενη
- ενθουσιασμένος
- πλημμυρισμένος
- λίπος
- FLUSH
- φορτωμένος
- γεμάτος
- ζωηρός
- χάλια
- πλήρης
- διαδεδομένος
- σφύζων
- παχύς
- θρόισμα
- σμήνος
Nearest Words of clogged
Definitions and Meaning of clogged in English
clogged (s)
thickened or coalesced in soft thick lumps (such as clogs or clots)
stopped up; clogged up
loaded with something that hinders motion
clogged (imp. & p. p.)
of Clog
FAQs About the word clogged
βουλωμένο
thickened or coalesced in soft thick lumps (such as clogs or clots), stopped up; clogged up, loaded with something that hinders motionof Clog
έκρηξη,συνωστισμένος,γεμάτος,μαρμελάδα,υπερχειλίζων,υπερπλήρης,Υπερφορτωμένος,υπερφορτωμένος,υπερφορτωμένος,κορεσμένος
Γυμνός,άγονο,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ελεύθερος,κενός,ανεπαρκής,εξαντλημένος,στραγγισμένος
clog up => φράζω, clog dancing => Χορός με ξύλινα υποδήματα, clog dancer => Κλακετίστας, clog dance => Clog dance, clog => απόφραξη,