Greek Meaning of clogging

απόφραξη

Other Greek words related to απόφραξη

Definitions and Meaning of clogging in English

Wordnet

clogging (s)

preventing movement

Webster

clogging (p. pr. & vb. n.)

of Clog

Webster

clogging (n.)

Anything which clogs.

FAQs About the word clogging

απόφραξη

preventing movementof Clog, Anything which clogs.

αποκλεισμός,εμπλοκή,εμποδίζοντας,ασφυξία,Πήξη,συμφόρηση,καταδικαστικός,γέμιση,πλημμύρα,Κολλώδες

εκκαθάριση,εκσκαφή,απελευθερωτικό,άνοιγμα,ξεμπλοκάρισμα,απόφραξη,αποσύνδεση,κένωση,Κοίλασμα (έξω),αστραπή

clogginess => απόφραξη, clogged => βουλωμένο, clog up => φράζω, clog dancing => Χορός με ξύλινα υποδήματα, clog dancer => Κλακετίστας,