Greek Meaning of jamming
εμπλοκή
Other Greek words related to εμπλοκή
Nearest Words of jamming
- jammu and kashmir => Τζαμού και Κασμίρ
- jampack => γεμάτο
- jam-packed => κατάμεστος
- jampan => φορεῖο
- jampot => βάζο μαρμελάδας
- jan => γιάννης
- jan amos komensky => Ιαν Αμός Κομένιους
- jan christian smuts => Γιάνγκ Σμούτς
- jan evangelista purkinje => Ιωάννης Ευαγγελιστής Πουρκίνιε
- jan hendrix oort => Γιαν Χέντρικ Όορτ
Definitions and Meaning of jamming in English
jamming (n)
deliberate radiation or reflection of electromagnetic energy for the purpose of disrupting enemy use of electronic devices or systems
jamming (p. pr. & vb. n.)
of Jam
FAQs About the word jamming
εμπλοκή
deliberate radiation or reflection of electromagnetic energy for the purpose of disrupting enemy use of electronic devices or systemsof Jam
κράμπαρης,συνωστισμός,φόρτωση,συμπίεση,σφήνωση,συντριπτικός,γέμιση,Συσκευασία,εμβολισμός,σάντουιτς
εκκαθάριση,εκσκαφή,απελευθερωτικό,άνοιγμα,ξεμπλοκάρισμα,αποσύνδεση,κένωση,Κοίλασμα (έξω),αστραπή,σκάβω (έξω)
jammies => Πυτζάμες, jammer => Ενάντιος, jammed => μαρμελάδα, jamjar => βάζο μαρμελάδας, jamison => τζαμίσον,