FAQs About the word emptying

κένωση

the act of removing the contents of somethingof Empty, The act of making empty., The lees of beer, cider, etc.; yeast.

καθαρισμός,εκκαθάριση,αποστράγγιση,εξαλείφοντας,εκκενώνω,εκκένωση,εξαντλητικός,έκπλυση,κάθαρση,σάρωση

γέμιση,φόρτωση

empty-headed => Κάφρος, empty-handed => Με άδεια χέρια, empty-bellied => πεινασμένος, empty words => κενές λέξεις, empty tomb => άδειος τάφος,