Greek Meaning of scouring
καθαρισμός
Other Greek words related to καθαρισμός
- χτένισμα
- αναζήτηση
- (σκάψιμο) μέσα από
- εκβάθυνση
- εξετάζω
- εξερεύνηση
- εύρημα
- επιθεωρώντας
- ερευνώντας
- εντοπισμός
- σάρωμα
- λεηλασία
- ψάχνω
- σάρωση
- τοπογραφία.
- τρολάρισμα
- διαπιστώνοντας
- Ελεγκτική
- Περιήγηση
- έλεγχος (out)
- ανίχνευση
- υπισχνόμενος
- ανακαλύπτω
- εντοπίζω (έξω)
- ανακαλύπτοντας
- έλεγχος
- αποκτώντας
- χτύπημα
- κυνήγι (μέσω)
- μάθηση
- επιθεώρηση
- τσιμπώντας (γύρω)
- διερεύνηση
- προοπτική
- αναθεώρηση
- σπειρώματα κάννης
- τρέχω προς τα κάτω
- εξεταστικός
- εκβιασμός
- Κατασκοπεία
- ταξινόμηση (μέσω)
- σπουδάζει
- Παρακολούθηση (down)
Nearest Words of scouring
Definitions and Meaning of scouring in English
scouring (n)
moving over territory to search for something
the act of cleaning a surface by rubbing it with a brush and soap and water
scouring (p. pr. & vb. n.)
of Scour
FAQs About the word scouring
καθαρισμός
moving over territory to search for something, the act of cleaning a surface by rubbing it with a brush and soap and waterof Scour
χτένισμα,αναζήτηση,(σκάψιμο) μέσα από,εκβάθυνση,εξετάζω,εξερεύνηση,εύρημα,επιθεωρώντας,ερευνώντας,εντοπισμός
κρύβοντας,Χάνοντας,αγνοώντας,Εγκατάλειψη,παραμελώ
scourging => μαστίγωμα [masˈtiɡɔma], scourger => μαστιγωτής, scourged => μαστιγωμένος, scourge of the gods => Μάστιγα των θεών, scourge of god => Μάστιγα του Θεού,