Greek Meaning of perusing
επιθεώρηση
Other Greek words related to επιθεώρηση
- Ανάγνωση (anágnōsi)
- Περιήγηση
- αναθεώρηση
- σάρωση
- σπουδάζει
- κατανοητός
- αποκρυπτογράφηση
- καταβροχθίζοντας
- βύθιση (σε)
- καταβροχθίζοντας (πάνω)
- αρπαγή
- ξεφύλλισμα
- να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)
- Διόρθωση
- επανάγνωση
- βλέποντας
- μικροανάλυση
- έντονος (μέσα από)
- Ταχεία ανάγνωση
- ξεφύλλισμα
- στροφή
- κατανόηση
- διαβαίνω (δια μέσου)
Nearest Words of perusing
- perutz => Περουτζ
- peruvian => περουβιανός
- peruvian balsam => Βάλσαμο Περού
- peruvian bark => κίνα
- peruvian cotton => περουβιανό βαμβάκι
- peruvian current => Ρεύμα του Περού
- peruvian lily => λείριο του Περού
- peruvian mastic tree => Περούβιο μαστιχόδενδρο
- peruvian monetary unit => Νομισματική μονάδα του Περού
- pervade => διαπερνώ
Definitions and Meaning of perusing in English
perusing (n)
reading carefully with intent to remember
perusing (p. pr. & vb. n.)
of Peruse
FAQs About the word perusing
επιθεώρηση
reading carefully with intent to rememberof Peruse
Ανάγνωση (anágnōsi),Περιήγηση,αναθεώρηση,σάρωση,σπουδάζει,κατανοητός,αποκρυπτογράφηση,καταβροχθίζοντας,βύθιση (σε),καταβροχθίζοντας (πάνω)
No antonyms found.
peruser => αναγνώστης, perused => μελετήθηκαν, peruse => ανασκοπώ, perusal => Εξέταση, perule => Φλοιός,