Greek Meaning of poring (over)

να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)

Other Greek words related to να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)

Definitions and Meaning of poring (over) in English

poring (over)

to read or study (something) very carefully

FAQs About the word poring (over)

να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)

to read or study (something) very carefully

συζητώ,Διασκεδαστικό,Κοιτάζοντας,στοχαστικός,ερώτηση,σπουδάζει,ζύγισμα,μασώντας,δεδομένου ότι,στοχαστικός

αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,κακάω,υποτιμάω

pores => πόροι, pored (over) => πάνω σε, pore (over) => εξετάζω, porches => βεράντες, populating => κατοίκηση,