Greek Meaning of reflecting (on or upon)

Αντανακλώντας (επάνω ή πάνω)

Other Greek words related to Αντανακλώντας (επάνω ή πάνω)

Definitions and Meaning of reflecting (on or upon) in English

reflecting (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word reflecting (on or upon)

Αντανακλώντας (επάνω ή πάνω)

μασώντας,σκεπτόμενος για,συλλογιζόμενος (κάτι),να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από),σκέψη (για ή πάνω από),πάλη (με),Ανάλυση,Σκεπτόμενος,συζητώ,σκεπτόμενος

αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,κακάω,υποτιμάω

reflected (on or upon) => αντανακλάται (πάνω ή πάνω), reflect (on or upon) => προβληματίζομαι (πάνω σε ή για), refixing => επισκευή, refixes => προθήματα, refixed => Επισκευασμένο,