Greek Meaning of refixing
επισκευή
Other Greek words related to επισκευή
- συνδυάζοντας
- σύζευξη
- επανένταξη
- ενοποιητικό
- συντακτικός
- συνδεόμενο
- επανασυγκόλληση
- Επανασύνδεση
- ανασυνδυαστικός
- επανασύνδεση
- επανακαθήλωση
- Αντασφάλιση
- επανένωση
- επανένωση
- ο συμμαχικός
- συναρμολόγηση
- Σύνδεση
- συσσωμάτωση
- Συγχώνευση
- συγκέντρωση
- σύγκληση
- Τήξη
- ένταξη
- γάμος
- συνένωση
- ομοσπονδούντες
- γειτονικός
- διαχυτός
- Σύνδεση (προς τα πάνω)
- αλυσοποίηση
- σύνθετη
- συνάντηση
- ωτο-στόπ
- εθιστικό
- συνδέοντας
- συνάντηση
- συγκόλληση
- ζυγός
- ομαδοποιώντας
Nearest Words of refixing
- reflect (on or upon) => προβληματίζομαι (πάνω σε ή για)
- reflected (on or upon) => αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
- reflecting (on or upon) => Αντανακλώντας (επάνω ή πάνω)
- reflections => ανακλάσεις
- reflects => αντανακλά
- refluxes => αναδρομές
- refocused => εστίασε ξανά
- refocuses => εστιάζει εκ νέου
- reform schools => αναμορφωτήρια
- reformations => μεταρρυθμίσεις
Definitions and Meaning of refixing in English
refixing
to set or establish (something) again and usually differently, to make (an object) firm, stable, or stationary again, to affix or attach (something) again, to fix (something) again, to repair (something) again
FAQs About the word refixing
επισκευή
to set or establish (something) again and usually differently, to make (an object) firm, stable, or stationary again, to affix or attach (something) again, to f
συνδυάζοντας,σύζευξη,επανένταξη,ενοποιητικό,συντακτικός,συνδεόμενο,επανασυγκόλληση,Επανασύνδεση,ανασυνδυαστικός,επανασύνδεση
αποσπώντας,αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,μονωτικός,επίλυση,Κατακερματισμός,απόσυνδεση,διάλυση
refixes => προθήματα, refixed => Επισκευασμένο, refitting => επισκευή, refitted => Ανακαινισμένο, refines => διυλίζει,