Greek Meaning of interfusing
διαχυτός
Other Greek words related to διαχυτός
- συνδυάζοντας
- Τήξη
- συνδεόμενο
- Σύνδεση
- Συγχώνευση
- σύζευξη
- ένταξη
- γάμος
- ενοποιητικό
- συνένωση
- γειτονικός
- συντακτικός
- Σύνδεση (προς τα πάνω)
- ο συμμαχικός
- συναρμολόγηση
- αλυσοποίηση
- συσσωμάτωση
- σύνθετη
- συγκέντρωση
- σύγκληση
- εθιστικό
- συνδέοντας
- συνάντηση
- επανένταξη
- συγκόλληση
- ζυγός
- ομοσπονδούντες
- επανασύνδεση
- επανένωση
Nearest Words of interfusing
- interfused => διαπεραστικός
- interfiling => Ενδιάμεση αρχειοθέτηση
- interfiled => διαδραστικός
- interfile => Μεσώαρχειο
- interfering (with) => παρεμβαίνω (σε)
- interferes (with) => παρεμβαίνει (σε)
- interferers => παρεμβολείς
- interferences => Παρεμβολές
- interfered (with) => παρεμβαίνει (σε)
- interfere (with) => παρεμβάλλω (σε)
Definitions and Meaning of interfusing in English
interfusing
to add as if by fusing, to combine by fusing, blend, fuse
FAQs About the word interfusing
διαχυτός
to add as if by fusing, to combine by fusing, blend, fuse
συνδυάζοντας,Τήξη,συνδεόμενο,Σύνδεση,Συγχώνευση,σύζευξη,ένταξη,γάμος,ενοποιητικό,συνένωση
αποσύνδεσης,διαιρών,μονωτικός,χωρισμό,επίλυση,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,χωρίζοντας,τμηματοποίηση
interfused => διαπεραστικός, interfiling => Ενδιάμεση αρχειοθέτηση, interfiled => διαδραστικός, interfile => Μεσώαρχειο, interfering (with) => παρεμβαίνω (σε),