Greek Meaning of disjointing
διάρρηξη
Other Greek words related to διάρρηξη
- αποσύνδεσης
- διαιρών
- διαχωρίζοντας
- διαχωρισμός
- σχίση
- αποσυνθέτειν
- αποσπώντας
- αποσυσχέτιση
- αποσυντιθέμενος
- διαχωρισμός
- διατομή
- διαχωρισμός
- αποσυνδέοντας
- διαχωριστικός
- διαζύγιο
- μονωτικός
- χωρισμό
- τράβηγμα
- διακλαδιζόμενος
- επίλυση
- χωρίζοντας
- Αποσύνδεση
- κατακερματισμός
- υποδιαίρεση
- Απόσχιση
- απόσυνδεση
- απόσυνδεση
- απόζευξη
- υποδιαιρών
- σπάσιμο
- σχίσιμο
- κόβοντας
- Διαχωρισμός
- αποσύνδεσης
- ξεμπέρδεμα
- διαλυτικός
- κάταγμα
- μισός
- μονωτικό
- διαμερισμός
- στρατωνισμός
- σχίσιμο
- ρήξη
- σκίσιμο
- σχίσιμο
- ρήξη
- απομονώνοντας
- διαχωρίζοντας
- αποθήκευση
- Δάκρυα
- τριχοτόμηση
- αποδέσμευση
- διακλαδίζεται
- αναλύοντας
- αποσυναρμολόγηση
- Κλασματοποίηση
- Κατακερματισμός
- θραυσματισμός
- Τμηματοποίηση
- τμηματοποίηση
- ξετύλιγμα
Nearest Words of disjointing
Definitions and Meaning of disjointing in English
disjointing (p. pr. & vb. n.)
of Disjoint
FAQs About the word disjointing
διάρρηξη
of Disjoint
αποσύνδεσης,διαιρών,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,αποσυνθέτειν,αποσπώντας,αποσυσχέτιση,αποσυντιθέμενος,διαχωρισμός
συναρμολόγηση,ανάμιξη,συνδυάζοντας,σύζευξη,ένταξη,σύνδεση,μίξη,ανάμειξη,ενοποιητικό,συνένωση
disjointedness => ασυνέπεια, disjointedly => Ασύνδετα, disjointed => αποσπασματικός, disjoint => ασύνδετος, disjoining => διαχωρισμός,