Greek Meaning of sundering
Απόσχιση
Other Greek words related to Απόσχιση
- χωρισμός
- διάλυση
- τμήμα
- διαμέρισμα
- Σχίσμα
- Αποχωρισμός
- διαχωρίζω
- διακλάδωση
- διάσπαση
- διασπορά
- διασπορά
- διχόνοια
- κατακερματισμός
- Κλασματοποίηση
- ρήξη
- διχοτόμηση
- διοίκηση
- κατανομής
- αεριοποίηση
- παραβίαση
- αποσύνθεση
- διχοτόμηση
- διάχυση
- αποσυναρμολόγηση
- Ακρωτηριασμός
- διανομή
- Διαζύγιο
- Απομόνωση
- πόλωση
- διασκόρπιση
- απομόνωση
- Τμηματοποίηση
- διαχωρισμός
- κατάσχεση
- αποζημίωση απόλυσης
- υποδιαίρεση
Nearest Words of sundering
Definitions and Meaning of sundering in English
sundering
to become parted, disunited, or severed, to break or force apart or in two, to break apart or in two
FAQs About the word sundering
Απόσχιση
to become parted, disunited, or severed, to break or force apart or in two, to break apart or in two
χωρισμός,διάλυση,τμήμα,διαμέρισμα,Σχίσμα,Αποχωρισμός,διαχωρίζω,διακλάδωση,διάσπαση,διασπορά
ένωση,ενοποίηση,συνδικαλιστική οργάνωση,συναρμολόγηση,συνημμένο αρχείο,συνδυασμός,Σύνδεσμος,σύνδεση,σύνδεσμος,Σύνδεση
sundered => διασπασμένος, sundecks => ηλιακά καταστρώματα, sundeck => Κατάστρωμα ηλιοθεραπείας, sunbeams => ηλιακές ακτίνες, sun parlors => Ηλιακό αίθριο,