FAQs About the word dispersal

διασπορά

the act of dispersing or diffusing somethingThe act or result of dispersing or scattering; dispersion.

διασπορά,διασκόρπιση,διάχυση,Διάδοση,διάλυση,χωρισμός,διάλυση,διάλυση,Αποχωρισμός,διαχωρίζω

συνέλευση,συλλογή,συγκέντρωση,συνάντηση

disperple => διασκορπίζω, disperge => Διασπάω, dispeopling => ερημοποίηση, dispeopler => ερημωτές, dispeopled => ερημωμένος,