Greek Meaning of dispense with
κάνω χωρίς
Other Greek words related to κάνω χωρίς
- διοικώ
- εκχωρώ
- διανέμω
- παρέχειν
- διανέμω
- εκχωρώ
- διαίρεση
- διανέμω
- δωρίσει
- παρέχω
- διανέμω
- μερίδα
- αναλογικά κατανεμηθεί
- κοινοποιώ
- προμήθεια
- Μοιράστε
- διανέμω
- (διανέμω)
- μετρώ
- αναθέτω
- επιτρέψω
- κατάλληλος
- δωρίζω
- κυκλοφορεί
- συνεισφέρω
- εκταμιεύω
- μοιράζω
- διασπείρω
- Διαδίδω
- ζήτημα
- πολύ
- μέρος
- υπόσχεση
- αναλογία
- μερίδα
- Επανακατανομή
- Αναδιανομή
- Ανακατανεμηθείτε
- διασκορπίζω
- σετ
- διαχωρίζω
- διαδίδω
- μοιράζω
- μετρήσει (έξω)
- διανέμω
Nearest Words of dispense with
Definitions and Meaning of dispense with in English
dispense with (v)
give up what is not strictly needed
do without or cease to hold or adhere to
forgo or do or go without
FAQs About the word dispense with
κάνω χωρίς
give up what is not strictly needed, do without or cease to hold or adhere to, forgo or do or go without
διοικώ,εκχωρώ,διανέμω,παρέχειν,διανέμω,εκχωρώ,διαίρεση,διανέμω,δωρίσει,παρέχω
αρνούμαι,απαγορεύω,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,φθονώ,πτώση,τσίμπημα,στερώ (από),διανέμω λανθασμένα
dispense => διανέμω, dispensatory => φαρμακείο, dispensatorily => διανεμητικώς, dispensatories => φαρμακεία, dispensator => αυτόματος πωλητής,