Greek Meaning of deal (out)

Μοιράστε

Other Greek words related to Μοιράστε

Definitions and Meaning of deal (out) in English

deal (out)

to omit (a specified player) from those to whom cards are dealt

FAQs About the word deal (out)

Μοιράστε

to omit (a specified player) from those to whom cards are dealt

εκχωρώ,διανέμω,διανέμω,διαίρεση,διανέμω,διανέμω,μερίδα,παρέχειν,προμήθεια,(διανέμω)

πτώση,αρνούμαι,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,στερώ (από),φθονώ,απαγορεύω,τσίμπημα,στάση

deal (in) => Ασχολείται (με), deal (for) => συμφωνία (για), deaf to reason => Κωφός στη λογική, deadweights => νεκρά βάρη, deadweight => νεκρό βάρος,