Greek Meaning of proportion
αναλογία
Other Greek words related to αναλογία
- εκχωρώ
- αναθέτω
- διανέμω
- κατάλληλος
- εκχωρώ
- μοιράζω
- διανέμω
- διαίρεση
- διανέμω
- διανέμω
- πολύ
- μέρος
- μερίδα
- μερίδα
- Ανακατανεμηθείτε
- διαχωρίζω
- προμήθεια
- Μοιράστε
- μετρήσει (έξω)
- διανέμω
- μετρώ
- διοικώ
- επιτρέψω
- δωρίζω
- συνεισφέρω
- εκταμιεύω
- διασπείρω
- Διαδίδω
- διανέμω
- παρέχω
- ζήτημα
- αναλογικά κατανεμηθεί
- παρέχειν
- διασκορπίζω
- σετ
- κοινοποιώ
- διαδίδω
- μοιράζω
- κουταλιά της σούπας (έξω)
- διανέμω
- (διανέμω)
- συμμετέχω
- κυκλοφορεί
- δωρίσει
- υπόσχεση
- Επανακατανομή
- Αναδιανομή
Nearest Words of proportion
- proportionable => αναλογικός
- proportional => Αναλογικός
- proportional counter => Αναλογικός μετρητής
- proportional counter tube => Αναλογικός μετρητής σωλήνων
- proportional font => Αναλογική γραμματοσειρά
- proportional representation => Αναλογική εκπροσώπηση
- proportional sample => αναλογικό δείγμα
- proportional sampling => Αναλογική δειγματοληψία
- proportional tax => Αναλογικός φόρος
- proportionality => αναλογικότητα
Definitions and Meaning of proportion in English
proportion (n)
the quotient obtained when the magnitude of a part is divided by the magnitude of the whole
magnitude or extent
balance among the parts of something
the relation between things (or parts of things) with respect to their comparative quantity, magnitude, or degree
harmonious arrangement or relation of parts or elements within a whole (as in a design)
proportion (v)
give pleasant proportions to
adjust in size relative to other things
FAQs About the word proportion
αναλογία
the quotient obtained when the magnitude of a part is divided by the magnitude of the whole, magnitude or extent, balance among the parts of something, the rela
εκχωρώ,αναθέτω,διανέμω,κατάλληλος,εκχωρώ,μοιράζω,διανέμω,διαίρεση,διανέμω,διανέμω
φθονώ,πτώση,αρνούμαι,απαγορεύω,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,στερώ (από),διανέμω λανθασμένα,τσίμπημα
proponent => Υποστηρικτής, propman => υπεύθυνος σκηνικών αντικειμένων, propjet => Πρόπη-τζετ, propitiousness => προφητικός, propitiously => ευμενής,