Greek Meaning of stint
στάση
Other Greek words related to στάση
Nearest Words of stint
- stinky squid => Βρωμερή σουπιά
- stinky => βρωμερός
- stinkpot => Μυρωδάτη χελώνα
- stinking yew => Τάξος ο κοινός
- stinking weed => βρομερός ζιζάνιο
- stinking wattle => Μιμόζα η αισχυντηλή
- stinking smut => αποπνικτική τεφρά
- stinking nightshade => βρωμομούτα
- stinking mayweed => βρωμοχαμομήλι
- stinking iris => Σαΐτας με βρωμερή μυρωδιά
Definitions and Meaning of stint in English
stint (n)
an unbroken period of time during which you do something
smallest American sandpiper
an individual's prescribed share of work
stint (v)
subsist on a meager allowance
supply sparingly and with restricted quantities
FAQs About the word stint
στάση
an unbroken period of time during which you do something, smallest American sandpiper, an individual's prescribed share of work, subsist on a meager allowance,
Θητεία,όρος,Περιοδεία,κύκλος,Διάρκεια,εμπόδιο,ζωή,Διάρκεια ζωής,διάρκεια ζωής,μετατόπιση
εκχωρώ,αναθέτω,επιτρέψω,διανέμω,εκχωρώ,συμφωνία,διανέμω,διανέμω,πολύ,μέτρο
stinky squid => Βρωμερή σουπιά, stinky => βρωμερός, stinkpot => Μυρωδάτη χελώνα, stinking yew => Τάξος ο κοινός, stinking weed => βρομερός ζιζάνιο,