FAQs About the word stippler

στίγμα

a painter who stipples (creates a stippled effect)

τελεία,βαφή,Μάρμαρο,ράνω,κηλίδα,Κηλίδα,Σημάδι,στίγματα,κηλίδα,Φακίδα

No antonyms found.

stippled => στιγματισμένος, stipple => βουλοτοπωσία, stipendiary magistrate => μισθωτός δικαστής, stipendiary => Υπότροφος, stipend => υποτροφία,