Greek Meaning of stippled

στιγματισμένος

Other Greek words related to στιγματισμένος

Definitions and Meaning of stippled in English

Wordnet

stippled (s)

having a pattern of dots

FAQs About the word stippled

στιγματισμένος

having a pattern of dots

έγχρωμος,με κουκκίδες ,πολύχρωμο,στίγματα,κουκκιδωτός,κηλιδωμένος,φαιομυγάς,Κηλιδωτός,Φακιδωμένος,στικτός

στερεός,ακηλίδωτος

stipple => βουλοτοπωσία, stipendiary magistrate => μισθωτός δικαστής, stipendiary => Υπότροφος, stipend => υποτροφία, stipe => στέλεχος,