FAQs About the word stinter

μαθητευόμενος

an economizer who stints someone with something

διατηρώ,μερίδα (έξω),αραιός,τσιγκουνεύω (σε),εφεδρικό,διανέμω,νοσοκόμα,διατηρώ,δέσμευση (έξω),διανέμω

στοίβα,σπάταλος,χύνω,Βροχή,ντούζ

stint => στάση, stinky squid => Βρωμερή σουπιά, stinky => βρωμερός, stinkpot => Μυρωδάτη χελώνα, stinking yew => Τάξος ο κοινός,