FAQs About the word ration (out)

δέσμευση (έξω)

μερίδα (έξω),διανέμω,διανέμω,επιμένω (σε),διατηρώ,νοσοκόμα,τσίμπημα,διατηρώ,αραιός,τσιγκουνεύω (σε)

στοίβα,σπάταλος,χύνω,Βροχή,ντούζ

ratcheting (up) => αυξανόμενο, ratcheting (down) => τριγμός (προς τα κάτω), ratcheted (up) => κλιμακωτός, ratcheted (down) => Κρεμασμένο (κάτω), ratchet (up) => αυξάνω,