Greek Meaning of ratcheted (down)

Κρεμασμένο (κάτω)

Other Greek words related to Κρεμασμένο (κάτω)

Definitions and Meaning of ratcheted (down) in English

ratcheted (down)

No definition found for this word.

FAQs About the word ratcheted (down)

Κρεμασμένο (κάτω)

αρνήθηκε,μειωμένος,ελαττωμένος,υποχώρησε,έπεσε,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,πέθανε (μακριά ή κάτω ή έξω),Αποστραγγισμένες (μακριά),έριξε (έξω)

συσσωρευμένος,κατασκευασμένο,διευρυμένο,επεκταθεί,μεγάλωσε,αυξημένος,εντατικοποιημένος,τοποθετημένος,τριαντάφυλλο,πρησμένος

ratchet (up) => αυξάνω, ratchet (down) => καστάνια (κάτω), ratbag => αλήτης, rat snakes => Σπιτόφιδα, rat fink => Φινκ του αρουραίου,