Greek Meaning of relented
ενέδωσε
Other Greek words related to ενέδωσε
Nearest Words of relented
Definitions and Meaning of relented in English
relented (imp. & p. p.)
of Relent
FAQs About the word relented
ενέδωσε
of Relent
καμπύλος,κατέληξε σε συνθηκολόγηση,παραδέχτηκε,υποβληθεί,υπέκυψε,παραδόθηκε,συμφώνησε,ανοιγόκλεισε,Κουνήθηκε,υποχωρώ
αμφισβητούμενο,πολέμησε,αντιστάθηκε,αντιμέτωπος,αντιμετωπίζω,αψήφησε,αντιμέτωπος,συνάντησε,αντιρρησίες,αντίθετο
relent => επιμένω, relegation => υποβιβασμός, relegating => υποβιβάζοντας, relegated => υποβιβασμένος, relegate => υποβιβάζω,