Greek Meaning of capitulated
κατέληξε σε συνθηκολόγηση
Other Greek words related to κατέληξε σε συνθηκολόγηση
Nearest Words of capitulated
- capitulate => παραδίδω
- capitulary => καπιτουλάριο
- capitularly => καθ' υπαγορευόμενον
- capitularies => καπιτουλάρια
- capitular => κεφαλαίο γράμμα
- capitula => ανθοκεφάλαια
- capitonidae => καπιτονίδες
- capitoline => Καπιτωλίου
- capitolian => Καπιτωλινός
- capitol reef national park => Εθνικό Πάρκο Capitol Reef
Definitions and Meaning of capitulated in English
capitulated (imp. & p. p.)
of Capitulate
FAQs About the word capitulated
κατέληξε σε συνθηκολόγηση
of Capitulate
καμπύλος,παραδέχτηκε,υποβληθεί,υπέκυψε,παραδόθηκε,συμφώνησε,ανοιγόκλεισε,Κουνήθηκε,υποχωρώ,παραιτούμαι
αμφισβητούμενο,πολέμησε,αντιστάθηκε,πολέμησε,αντιμέτωπος,αντιμετωπίζω,αψήφησε,αντιμέτωπος,συνάντησε,αντιρρησίες
capitulate => παραδίδω, capitulary => καπιτουλάριο, capitularly => καθ' υπαγορευόμενον, capitularies => καπιτουλάρια, capitular => κεφαλαίο γράμμα,