Greek Meaning of objected
αντιρρησίες
Other Greek words related to αντιρρησίες
- δίστασε
- παραπονιόταν
- διαμαρτυρηθεί
- εξαιρεθείς
- διαμαρτυρήθηκε
- τσακώθηκαν
- γκρίνια
- κριτικάρετε
- κλώτσησε
- διαμαρτυρήθηκε (με)
- έκανε εξαίρεση
- καταφέρθηκε
- σταμάτησε
- βέλαξε
- επικρίθηκε
- νιαουρίζω
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- λογοκριμένος
- εξετάζω
- στενόχωρος
- τόλμησε
- συζήτησαν
- αψήφησε
- επιδεικνυόμενος
- καταγγελμένος
- ανυπάκουσε
- αμφισβητούμενο
- πολέμησε
- αναστατωμένος
- φιμωμένος
- γκρίνιαζε
- Γκριζαρισμένος
- γρύλισε
- στέναξε
- ψιθύρισε
- μουρμούρισε
- γκρίνιαζε
- τσακώθηκαν
- διαφωνούσε
- επαναστάτησαν
- φώναξε
- κολλημένος
- έκλαιγε
- γκρίνιαξε
- άντεξε
- καυγαδίζει
- ενισχυμένος
- γκρινιάζω
- Γκρίνιαζε
- συγκρουόμενος
- πέθανε
- κατσούφης
- γκρινιάζω
- γκρίνιαζε
- έβριζε
- ενοχλημένος
- φώναξε
- θρηνούσε
- pin
- διαμάχη
- τσίριξε / φώναξε δυνατά
- τσίριξε
- γκρινιάρης
- φλυαρούσε
- ούρλιαξε
Nearest Words of objected
- objectable => αμφισβητήσιμος
- object recognition => Αναγνώριση αντικειμένων
- object program => Πρόγραμμα αντικειμένου
- object of the verb => Αντικείμενο
- object of a preposition => Αντικείμενο πρόθεσης
- object lesson => Δίδαγμα
- object lens => Αντικειμενικός φακός
- object language => Αντικειμενική γλώσσα
- object glass => Αντικειμενικός φακός
- object code => Αντικειμενικός κώδικας
- objectification => Αντικειμενοποίηση
- objectify => Αντικειμενοποιώ
- objecting => αντικείμενος
- objection => ένσταση
- objectionable => αξιόμεμπτος
- objectionableness => προσβλητικότητα
- objectionably => απαράδεκτα
- objectist => αντικειμενιστής
- objectivate => αντικειμενοποίηση
- objectivation => αντικειμενοποίηση
Definitions and Meaning of objected in English
objected (imp. & p. p.)
of Object
FAQs About the word objected
αντιρρησίες
of Object
δίστασε,παραπονιόταν,διαμαρτυρηθεί,εξαιρεθείς,διαμαρτυρήθηκε,τσακώθηκαν,γκρίνια,κριτικάρετε,κλώτσησε,διαμαρτυρήθηκε (με)
αποδεκτό,συμφωνήθηκε,εγκρίθηκε,κυρώσεις,συμφώνησε,προσκολλημένο,απολογούσε,αποδεκτό,υπερασπίστηκε,ακολούθησε
objectable => αμφισβητήσιμος, object recognition => Αναγνώριση αντικειμένων, object program => Πρόγραμμα αντικειμένου, object of the verb => Αντικείμενο, object of a preposition => Αντικείμενο πρόθεσης,