Greek Meaning of bleated

βέλαξε

Other Greek words related to βέλαξε

Definitions and Meaning of bleated in English

Webster

bleated (imp. & p. p.)

of Bleat

FAQs About the word bleated

βέλαξε

of Bleat

στέναξε,μουρμούρισε,φώναξε,γκρίνια,παραπονιόταν,επικρίθηκε,νιαουρίζω,στενόχωρος,αναστατωμένος,γκρίνιαζε

αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,άντεξε,χάρηκε,ανεκτή,πήρε,χειροκρότησε.,επευφημούσαν,επαινέθηκε

bleat => μπεε, bleary-eyed => με θολά μάτια, bleary => Θολό, blearing => θολός, bleareyedness => Θολό βλέμμα,