Greek Meaning of bleating
βέλασμα
Other Greek words related to βέλασμα
- παραπονούμενος
- στεναγμός
- μουρμούρισμα
- φωνάζω
- παράπονο
- επικριτικός
- γαυγισμός
- κλάμα
- γκρινιάρης
- γρύλισμα
- γκρίνια
- φώναγμα
- επιτιθέμενος
- κλωτσιά
- γογγύζοντας
- γκρινιάρης
- τρίξιμο
- θρηνούμενων
- γκρίνια
- ανησυχητικό
- γκρίνια
- γκρίνια
- crabbing
- γκρινιάρης
- μουρμούρισμα
- γκρίνια
- γκρινιάρης
- θρήνος
- γκρινιάζω
- γκρινιάρης
- διαμαρτυρόμενος
- πικραμένος
- κραυγάζοντας
- γκρίνια
- γκρίνια
- κουβέντα
- χασμουρώντας
- ουρλιαχτό
- Θρηνώντας
- θρηνώντας
- τραυλίζοντας
- κουβέντα
- λογομαχώ
- κρώξιμο
- θλιβερό
- τριβή
- φασαρία
- θρηνώντας
- καβγάς
- λυγμοί
- μαγειρευτό
- Κάνω φασαρία
- Κάνω φασαρία
- (αντιρρησίας (προς))
- (τσακωνομαι με)
- τσακώνω (με)
- Yauping
Nearest Words of bleating
Definitions and Meaning of bleating in English
bleating (p. pr. & vb. n.)
of Bleat
bleating (a.)
Crying as a sheep does.
bleating (n.)
The cry of, or as of, a sheep.
FAQs About the word bleating
βέλασμα
of Bleat, Crying as a sheep does., The cry of, or as of, a sheep.
παραπονούμενος,στεναγμός,μουρμούρισμα,φωνάζω,παράπονο,επικριτικός,γαυγισμός,κλάμα,γκρινιάρης,γρύλισμα
Αποδεκτός,ρουλεμάν,λαλητός,απολαυστικός,ανθεκτικός,αγαλλίαση,λήψη,χειροκροτώντας,επευφημώντας,ανεκτικός
bleater => αδερφή, bleated => βέλαξε, bleat => μπεε, bleary-eyed => με θολά μάτια, bleary => Θολό,