Greek Meaning of quarreling (with)

(τσακωνομαι με)

Other Greek words related to (τσακωνομαι με)

Definitions and Meaning of quarreling (with) in English

quarreling (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word quarreling (with)

(τσακωνομαι με)

(αντιρρησίας (προς)),βέλασμα,επικριτικός,γαυγισμός,κουβέντα,λογομαχώ,παραπονούμενος,γκρινιάρης,γρύλισμα,γκρίνια

Αποδεκτός,ρουλεμάν,λαλητός,απολαυστικός,ανθεκτικός,αγαλλίαση,λήψη,χειροκροτώντας,επευφημώντας,ανεκτικός

quarreled (with) => τσακώθηκα (με), quarrel (with) => καυγάς (με), quantitating => Ποσοτικοποίηση, quantitates => ποσά, quantitated => ποσοτικοποιημένο,