Greek Meaning of quarterbacked
quarterback
Other Greek words related to quarterback
- διέταξε
- χειρίστηκε
- διαχειρίζεται
- επιβλέπειν
- διέκοψε
- επιβλεπόμενη
- διοικείται
- διέταξε
- Δίνοντας τον τόνο (για)
- ήταν καπετάνιος
- ελεγχόμενος
- Σκηνοθετημένο
- καθοδηγούμενος
- επικεφαλής
- παραγγελθέντα
- παραβλεπόμενος
- τρέχω
- βοσκός
- τρέχω
- έδειξε
- επιβλεπόταν
- παρακολουθούμενος
- έλαβε τις αποφάσεις (για)
- διοικείται
- παρακολουθούμενος
- προεδρεύειν
- βασίλεψε
- κυβερνούσε
- βοσκός
Nearest Words of quarterbacked
- quarter(s) => τέταρτα
- quarter horses => Άλογα τέταρτου μιλίου
- quarrels => καυγάδες
- quarrelling (with) => τσακώνω (με)
- quarrelled (with) => μαλώνω (με)
- quarreling (with) => (τσακωνομαι με)
- quarreled (with) => τσακώθηκα (με)
- quarrel (with) => καυγάς (με)
- quantitating => Ποσοτικοποίηση
- quantitates => ποσά
Definitions and Meaning of quarterbacked in English
quarterbacked
one who directs and leads, to direct the offensive play of, an offensive back in football who usually lines up behind the center, calls the signals, and directs the offensive play of the team, to play quarterback, to give executive direction to, an offensive football back who calls the signals and directs the offensive play of the team
FAQs About the word quarterbacked
quarterback
one who directs and leads, to direct the offensive play of, an offensive back in football who usually lines up behind the center, calls the signals, and directs
διέταξε,χειρίστηκε,διαχειρίζεται,επιβλέπειν,διέκοψε,επιβλεπόμενη,διοικείται,διέταξε,Δίνοντας τον τόνο (για),ήταν καπετάνιος
No antonyms found.
quarter(s) => τέταρτα, quarter horses => Άλογα τέταρτου μιλίου, quarrels => καυγάδες, quarrelling (with) => τσακώνω (με), quarrelled (with) => μαλώνω (με),