Greek Meaning of administered

διοικείται

Other Greek words related to διοικείται

Definitions and Meaning of administered in English

Webster

administered (imp. & p. p.)

of Administer

FAQs About the word administered

διοικείται

of Administer

διανεμήθηκε,διανεμημένος,διαιρεμένος,εκχωρημένος,προσφέρονται,διατεθεί,κατανεμημένο,εκχωρηθείς,διένεμε,δωρεά

αρνήθηκε,αρνηθεί,απαγορεύεται,απορριφθείς,απορριπτόμενος,κατεχόμενος,φθονώ,τσιμπημένο,στερημένος (από),Εσφαλμένη κατανομή

administer => διοικώ, adminiculary => ιοικητικός, adminicular => επικουρικός, adminicle => βοηθητικό, admensuration => μέτρηση,