Greek Meaning of administered
διοικείται
Other Greek words related to διοικείται
- διανεμήθηκε
- διανεμημένος
- διαιρεμένος
- εκχωρημένος
- προσφέρονται
- διατεθεί
- κατανεμημένο
- εκχωρηθείς
- διένεμε
- δωρεά
- επιπλωμένος
- εκδόθηκε
- διανεμηθεί
- διανεμήθηκε
- μετρημένος (έξω)
- μερίδες
- αναλογικός
- δοθείς
- επιτρεπόμενο
- δεσμευμένο
- απονεμημένος
- εκταμιεύονταν
- διασκορπισμένος
- διαδεδομένος
- ταξινομημένα
- χωρισμένοι
- δεσμεύτηκε
- δελτιωμένο
- ανακατανεμηθεί
- διασκορπισμένο
- σετ
- κοινός
- διαχωρίζω
- διαδίδω
- μετρημένος
- Κυκλοφορεί
- συνεισέφερε
- διανεμημένο
- διαιρεμένα (σε μέρη)
- έβγαλε (με το κουτάλι)
- μετρημένο (έξω)
- κατανεμημένος
- κατατμημένος (έξω)
- αναλογικός
- ανακατανεμημένος
- επανακατανέμεται
- μοιράστηκε (έξω)
Nearest Words of administered
- administerial => διοικητικός
- administering => διαχείριση
- administrable => Διαχειρίσιμος
- administrant => διαχειριστής
- administrate => διαχειρίζομαι
- administration => διοίκηση
- administrative => διοικητικός
- administrative body => διοικητικό όργανο
- administrative data processing => Διοικητική επεξεργασία δεδομένων
- administrative district => Διοικητική περιφέρεια
Definitions and Meaning of administered in English
administered (imp. & p. p.)
of Administer
FAQs About the word administered
διοικείται
of Administer
διανεμήθηκε,διανεμημένος,διαιρεμένος,εκχωρημένος,προσφέρονται,διατεθεί,κατανεμημένο,εκχωρηθείς,διένεμε,δωρεά
αρνήθηκε,αρνηθεί,απαγορεύεται,απορριφθείς,απορριπτόμενος,κατεχόμενος,φθονώ,τσιμπημένο,στερημένος (από),Εσφαλμένη κατανομή
administer => διοικώ, adminiculary => ιοικητικός, adminicular => επικουρικός, adminicle => βοηθητικό, admensuration => μέτρηση,