Greek Meaning of deprived (of)
στερημένος (από)
Other Greek words related to στερημένος (από)
- εκχωρημένος
- διατεθεί
- επιτρεπόμενο
- κατανεμημένο
- εκχωρηθείς
- διανεμημένος
- διαιρεμένος
- διανεμήθηκε
- μετρημένος
- μοιράστηκε (έξω)
- διαχωρίζω
- παραχωρημένο
- μετρημένος
- διοικείται
- απονεμήθηκε
- ασχολήθηκα
- διανεμήθηκε
- διένεμε
- έδωσε
- χορηγήθηκε
- ταξινομημένα
- μετρημένος (έξω)
- μετρημένος
- κατανεμημένος
- κατατμημένος (έξω)
- χωρισμένοι
- αναλογικός
- δελτιωμένο
- μερίδες
Nearest Words of deprived (of)
Definitions and Meaning of deprived (of) in English
deprived (of)
to take (something) away from (someone or something)
FAQs About the word deprived (of)
στερημένος (από)
to take (something) away from (someone or something)
φθονώ,αρνηθεί,κατεχόμενος,δεσμευμένο,κατασχεθεί,κράτησε,Διατηρημένα,αλαζονικός,τσιγκούνης
εκχωρημένος,διατεθεί,επιτρεπόμενο,κατανεμημένο,εκχωρηθείς,διανεμημένος,διαιρεμένος,διανεμήθηκε,μετρημένος,μοιράστηκε (έξω)
deprive (of) => στερώ (από), deprivations => στερήσεις, depressions => καταθλίψεις, depresses => καταθλίβει, depreciations => αποσβέσεις,