FAQs About the word deputized

εξουσιοδοτημένος

to appoint as deputy, to act as deputy

διορισμένος,ανατεθεί,εκχωρημένο,εκχωρηθείς,εξουσιοδοτημένος,καθορισμένος,υποψήφιος (ipopsisfios),φορτισμένος,ονομαζόμενος

καταργημένο,παραιτήθηκε

deputations => αντιπροσωπείες, depriving (of) => στέρηση από, deprived (of) => στερημένος (από), deprive (of) => στερώ (από), deprivations => στερήσεις,