Greek Meaning of deputized
εξουσιοδοτημένος
Other Greek words related to εξουσιοδοτημένος
Nearest Words of deputized
Definitions and Meaning of deputized in English
deputized
to appoint as deputy, to act as deputy
FAQs About the word deputized
εξουσιοδοτημένος
to appoint as deputy, to act as deputy
διορισμένος,ανατεθεί,εκχωρημένο,εκχωρηθείς,εξουσιοδοτημένος,καθορισμένος,υποψήφιος (ipopsisfios),φορτισμένος,ονομαζόμενος
καταργημένο,παραιτήθηκε
deputations => αντιπροσωπείες, depriving (of) => στέρηση από, deprived (of) => στερημένος (από), deprive (of) => στερώ (από), deprivations => στερήσεις,