Greek Meaning of charged
φορτισμένος
Other Greek words related to φορτισμένος
- συναρπαστικός
- Ηλεκτρικός
- συναρπαστικός
- εμπνευσμένος
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- συναρπαστικός
- απορροφητικός
- ηλεκτριστικό
- exhilarating
- συναρπαστικός
- γαλβανικός
- γαλβανισμός
- συναρπαστικός
- μεθυστικός
- ζωηρός
- εκπληκτικός
- προκλητικός
- διεγερτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- αναζωογονητικός
- συναρπαστικός
- δυναμικός
- μαγευτικός
- Ενεργητικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- ανατριχιαστικός
- υψηλής τάσης
- κινητικός
- Εκτός τόπου
- εκπληκτικό
- μετακινούμενο
- συγκινητικός
- εκκωφαντικός
- συναρπαστικό
- μαγευτικός
- δελεαστικός
- διεγερτικός
- συγκινητικός
- καθηλωτικός
- κλωτσάω
Nearest Words of charged
Definitions and Meaning of charged in English
charged (a)
of a particle or body or system; having a net amount of positive or negative electric charge
charged (s)
fraught with great emotion
supplied with carbon dioxide
capable of producing violent emotion or arousing controversy
charged (imp. & p. p.)
of Charge
FAQs About the word charged
φορτισμένος
of a particle or body or system; having a net amount of positive or negative electric charge, fraught with great emotion, supplied with carbon dioxide, capable
συναρπαστικός,Ηλεκτρικός,συναρπαστικός,εμπνευσμένος,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,συναρπαστικός,απορροφητικός,ηλεκτριστικό,exhilarating
βαρετό,βαρετό,κουραστικό,κουραστικός,Ανιαρός,Θλιβερός,βαρετός,μονότονος,ανιαρό,ναρκωτικός
chargeant => φορτιστής, chargeably => χρεώσιμο, chargeableness => Χρεωσιμότητα, chargeable => χρεώσιμος, charge up => φορτίζω,