Greek Meaning of mind-numbing

ναρκωτικός

Other Greek words related to ναρκωτικός

Definitions and Meaning of mind-numbing in English

mind-numbing

relentlessly tedious

FAQs About the word mind-numbing

ναρκωτικός

relentlessly tedious

βαρετό,βαρετό,σκονισμένος,παλιό,αργός,κουραστικός,κουρασμένος,κουραστικό,ενοχλητικό,άνυδρος

απορροφητικός,εκπληκτικός,αστείος,εκπληκτικός,Εκπληκτικός,καταπληκτικός,συναρπαστικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός

minders => φροντιστές, minces => κιμάς, minaudiere => μινωδιέρ, minaudière => μινωδιέρα, miming => μίμος,