Greek Meaning of involving
περιλαμβάνοντας
Other Greek words related to περιλαμβάνοντας
- απορροφητικός
- Συμμετοχικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- εκπληκτικός
- αστείος
- συναρπαστικός
- καταναλωτικός
- απορροφητικός
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- imμέρσ
- εμπνευσμένος
- προκλητικός
- συναρπαστικό
- γοητευτικός
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- ελκυστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- περίεργος
- Ηλεκτρικός
- ηλεκτριστικό
- τονισμένος
- μαγευτικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- exhilarating
- γαλβανισμός
- υπνωτιστικό
- θαυμαστός
- μονός
- διεγερτικός
- επιδεικτικός
- μαγευτικός
- πιτσιλίσματος
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικό
- δελεαστικός
- συναρπαστικός
- ασυνήθιστο
- υπέροχος
- θαυμαστός
Nearest Words of involving
- involvement => ενεργή συμμετοχή
- involvedness => εμπλοκή
- involved => εμπλεκόμενος
- involutional depression => Καταθλιπτική διαταραχή της μέσης και μεγάλης ηλικίας
- involution => αναστροφή
- involuted => περίπλοκος
- involute => εξελιγμένη
- involuntary trust => ακούσια εμπιστοσύνη
- involuntary muscle => Ακούσιος μυς
- involuntary => ακούσιος
Definitions and Meaning of involving in English
involving (p. pr. & vb. n.)
of Involve
FAQs About the word involving
περιλαμβάνοντας
of Involve
απορροφητικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,εκπληκτικός,αστείος,συναρπαστικός,καταναλωτικός,απορροφητικός
βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,κουραστικό,κουραστικός,κουραστικός,ανιαρό
involvement => ενεργή συμμετοχή, involvedness => εμπλοκή, involved => εμπλεκόμενος, involutional depression => Καταθλιπτική διαταραχή της μέσης και μεγάλης ηλικίας, involution => αναστροφή,