FAQs About the word invulgar

ασυνήθιστος

To cause to become or appear vulgar., Not vulgar; refined; elegant.

No synonyms found.

No antonyms found.

involving => περιλαμβάνοντας, involvement => ενεργή συμμετοχή, involvedness => εμπλοκή, involved => εμπλεκόμενος, involutional depression => Καταθλιπτική διαταραχή της μέσης και μεγάλης ηλικίας,