Greek Meaning of invulgar
ασυνήθιστος
Other Greek words related to ασυνήθιστος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of invulgar
- involving => περιλαμβάνοντας
- involvement => ενεργή συμμετοχή
- involvedness => εμπλοκή
- involved => εμπλεκόμενος
- involutional depression => Καταθλιπτική διαταραχή της μέσης και μεγάλης ηλικίας
- involution => αναστροφή
- involuted => περίπλοκος
- involute => εξελιγμένη
- involuntary trust => ακούσια εμπιστοσύνη
- involuntary muscle => Ακούσιος μυς
Definitions and Meaning of invulgar in English
invulgar (v. t.)
To cause to become or appear vulgar.
invulgar (a.)
Not vulgar; refined; elegant.
FAQs About the word invulgar
ασυνήθιστος
To cause to become or appear vulgar., Not vulgar; refined; elegant.
No synonyms found.
No antonyms found.
involving => περιλαμβάνοντας, involvement => ενεργή συμμετοχή, involvedness => εμπλοκή, involved => εμπλεκόμενος, involutional depression => Καταθλιπτική διαταραχή της μέσης και μεγάλης ηλικίας,