Greek Meaning of disheartening

αποθαρρυντικός

Other Greek words related to αποθαρρυντικός

Definitions and Meaning of disheartening in English

Wordnet

disheartening (s)

destructive of morale and self-reliance

Webster

disheartening (p. pr. & vb. n.)

of Dishearten

FAQs About the word disheartening

αποθαρρυντικός

destructive of morale and self-relianceof Dishearten

αποθαρρυντικός,απογοητευτικός,ανησυχητικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,ανησυχητικός,οδυνηρός,ανησυχητικό,τρομακτικό

καθησυχαστικός,κατακάθιση,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,ονειρικός,χαλαρωτικό,κατευναστικός,ελκυστικό ,χαλαρωτικό

disheartened => απογοητευμένος, dishearten => Αποθαρρύνω, disheart => αποθαρρύνω, dishclout => Πανί πιάτων, dishcloth gourd => Λοφάρα,