Greek Meaning of persecutive
διαδοχικός
Other Greek words related to διαδοχικός
- ανησυχητικός
- ανατριχιαστικός
- αποθαρρυντικός
- φοβισμένος
- φοβερός
- τρομακτικό
- παρενόχληση
- φρικτός
- τρομακτικός
- τρομακτικός
- συγκλονιστικό
- φοβερός
- τρομακτικός
- διωκτικός
- αποθαρρυντικός
- απογοητευτικός
- φρικτός
- φρικτός
- αποσυνθετικός
- ανησυχητικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- ανησυχητικό
- φόβος
- φοβερός
- φοβερός
- απαγορευτικό
- τρομερός
- φρικτός
- ανατριχιαστικός
- φρικτό
- φοβερός
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- ανησυχητική
- Αμήχανος
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- γκρινιάρης
- βρώμικο
- ενοχλητικό
- ταραγμένος
- αναστατωτικός
- ανησυχητικός
Nearest Words of persecutive
- persecutors => διώκτες
- persecutory => διωκτικός
- Persian lambs => Περσικά αρνάκια
- persiflages => εμπαίζει
- persist (beyond) => επιμένω (πέρα)
- persisted (beyond) => Επέμεινε (πέρα από)
- persisting (beyond) => επίμονος (πέρα από)
- persists => επιμένει
- persnicketiness => σχολαστικότητα
- personages => χαρακτήρες
Definitions and Meaning of persecutive in English
persecutive
to treat continually in a way meant to be cruel or harmful, to harass or punish in a manner designed to injure, grieve, or afflict, annoy, pester, to annoy with persistent or urgent approaches (such as attacks, pleas, or importunities), to cause to suffer because of belief
FAQs About the word persecutive
διαδοχικός
to treat continually in a way meant to be cruel or harmful, to harass or punish in a manner designed to injure, grieve, or afflict, annoy, pester, to annoy with
ανησυχητικός,ανατριχιαστικός,αποθαρρυντικός,φοβισμένος,φοβερός,τρομακτικό,παρενόχληση,φρικτός,τρομακτικός,τρομακτικός
καθησυχαστικός,κατακάθιση,κατευναστικός,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,ονειρικός,ελκυστικό ,χαλαρωτικό,ηρεμιστικό,παρηγορητικός
persecutes => διώκει, perquisites => Περιουσιακά στοιχεία, perps => εγκληματίες, perpetuities => απαράγραπτοι προσημοιώσεις, perpetrators => δράστες,