FAQs About the word perms

περμανάντ

to give (hair) a permanent, to give (hair) a permanent wave, permanent, permanent entry 2

μόνιμα,Μπόμπ,Ψωμάκια,Καλλιέργειες,Κοψίματα,Πράγματα που πρέπει να γίνουν,δόση,Ξεθωριάζει,μοχάουκ,πλεξούδες

No antonyms found.

permissions => δικαιώματα, permissibleness => επιτρεπτότητα, permanents => μόνιμα, perks => παροχές, perking (up) => αναζωπυρώνοντας,