FAQs About the word perked (up)

εύθυμος

to become more lively or cheerful or to make (someone) more lively or cheerful, to be lifted in a quick and alert way, to make (something) fresher or more appea

φωτεινός,ενθαρρυμένος (πάνω),κοίταξε ,ενθαρρυμένος,ενθάρρυνε,λάμπει,φωτισμένος,αναβίωσε,ακτινοβόλος,ζωντανός

σκοτεινός,θλιμμένος,απελπισμένος,απογοητευμένος,εκκολαφθείσα,ανήσυχος,Μοτοποδήλατο

perk (up) => ενθαρρύνω, peristyles => Περιστύλιο, perishes => χάνεται, periodicals => Περιοδικά, perimeters => Περίμετροι,