Greek Meaning of radiated
ακτινοβολημένος
Other Greek words related to ακτινοβολημένος
- κλαδισμένος
- παράγωγο
- διάχυτος
- διαφοροποιήθηκε
- εκπηγάζει
- έρεε
- στελεχωμένος
- προέκυψε
- διαλυμένος
- διασκορπισμένος
- διασκορπισμένος
- διαιρεμένος
- ανεμιστήρας (έξω)
- προχώρησε
- λαμπερός
- διασκορπισμένο
- διαχωρισμένος
- διαχωρίζω
- διαδίδω
- διχαλωτό
- εκδόθηκε
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- απλωμένος
- πήδηξε
- αναπηδήσαμε
- απομακρυσμένο
- ανύδαχτος
Nearest Words of radiated
- radiately => ακτινοβολώντας
- radiate-veined => ακτινωτά νευρωμένη
- radiatiform => Ακτινοειδής
- radiating => ακτινοβόλος
- radiatio optica => Οπτική ακτινοβολία
- radiation => ακτινοβολία
- radiation diagram => Διάγραμμα ακτινοβολίας
- radiation field => Πεδίο ακτινοβολίας
- radiation pattern => Σχήμα ακτινοβολίας
- radiation pressure => Πίεση ακτινοβολίας
Definitions and Meaning of radiated in English
radiated (imp. & p. p.)
of Radiate
radiated (a.)
Emitted, or sent forth, in rays or direct lines; as, radiated heat.
Formed of, or arranged like, rays or radii; having parts or markings diverging, like radii, from a common center or axis; as, a radiated structure; a radiated group of crystals.
Belonging to the Radiata.
FAQs About the word radiated
ακτινοβολημένος
of Radiate, Emitted, or sent forth, in rays or direct lines; as, radiated heat., Formed of, or arranged like, rays or radii; having parts or markings diverging,
κλαδισμένος,παράγωγο,διάχυτος,διαφοροποιήθηκε,εκπηγάζει,έρεε,στελεχωμένος,προέκυψε,διαλυμένος,διασκορπισμένος
πλησίασε,συμπυκνωμένος,συγκλίνουσας,εστιασμένος,εστιασμένος,συνάντησε,επικεντρωμένο (σε),συγκεντρωμένος,έκλεισε (πάνω σε),συνδεδεμένος
radiate => εκπέμπω, radiata => ακτινοβόλος, radiary => ακτινικός, radiantly => λαμπερά, radiant heating => Ακτινοβόληση θερμότητας,