Greek Meaning of emanated

εκπηγάζει

Other Greek words related to εκπηγάζει

Definitions and Meaning of emanated in English

Webster

emanated (imp. & p. p.)

of Emanate

FAQs About the word emanated

εκπηγάζει

of Emanate

καστ,εκπεμπόμενος,ακτινοβολημένος,κυκλοφόρησε,εκφορτισμένος,αποκλείστηκε,εξελιγμένος,εκπνοή,εκδιωκόμενος,εξέπεμπε

απορροφάται,εισπνεόμενο,μουσκεμένος (μέχρι),ανέλαβε,σπογγώδης,ρουφηξε (πάνω)

emanate => αναβλύζω, αποπνέω, emanant => εξερχόμενος, e-mail => ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, email => email, emaculate => Άμωμος,