Greek Meaning of emanatory
εκπορευτικός
Other Greek words related to εκπορευτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of emanatory
- emancipate => απελευθρώνω
- emancipated => ελευθερωμένος
- emancipating => απελευθερωτικός
- emancipation => ελευθέρωση
- emancipationist => Απελευθερωτής
- emancipative => ελευθερωτικός
- emancipator => απελευθερωτής
- emancipatory => ελευθερωτικός
- emancipist => ελευθερωτικός
- emanuel svedberg => Εμμανουήλ Σβέντενμποργκ
Definitions and Meaning of emanatory in English
emanatory (a.)
Emanative; of the nature of an emanation.
FAQs About the word emanatory
εκπορευτικός
Emanative; of the nature of an emanation.
No synonyms found.
No antonyms found.
emanatively => ακτινοβολητικά, emanative => εκπορευτικός, emanation => εμάναση, emanating => που αποπνέει, emanated => εκπηγάζει,