Greek Meaning of emancipatory
ελευθερωτικός
Other Greek words related to ελευθερωτικός
- δικαίωμα ψήφου
- δωρεάν
- απελευθερώνω
- χαλαρώνω
- απελευθερώνω
- Απελευθέρωση
- διάσωση
- αποθήκευση
- εκφόρτιση
- απελευθερώνω
- απογοητεύω
- διευρύνω
- απελευθερώνω
- χαλαρός
- άνοιξη
- ελευθερώνω
- αποσυνδέω
- απελευθερώνω
- ελευθερώνω
- απελευθερώνω
- εγγύηση (έξω)
- παραδίδω
- ελευθερώνω, απαλλάσσω
- Απαλλάσσω
- Αποσυνδέω
- ξεμπερδεύω
- υπό όρους αποφυλάκιση
- λύτρα
- εξαγοράζω
- αποδέσμευση, ελευθερία
Nearest Words of emancipatory
- emancipist => ελευθερωτικός
- emanuel svedberg => Εμμανουήλ Σβέντενμποργκ
- emanuel swedenborg => Εμάνουελ Σβέντενμποργκ
- emarginate => εγκοπτόμενο
- emarginate leaf => Φύλλο με κοίλωμα
- emarginated => εντομή
- emarginately => ελαφρώς ξεφτισμένος
- emargination => εσοχή
- emasculated => ευνουχισμένος
- emasculating => ευνουχιστικός
Definitions and Meaning of emancipatory in English
emancipatory (a.)
Pertaining to emancipation, or tending to effect emancipation.
FAQs About the word emancipatory
ελευθερωτικός
Pertaining to emancipation, or tending to effect emancipation.
δικαίωμα ψήφου,δωρεάν,απελευθερώνω,χαλαρώνω,απελευθερώνω,Απελευθέρωση,διάσωση,αποθήκευση,εκφόρτιση,απελευθερώνω
δέσιμο,περιορίζω,δεσμός,Αναχαιτίζω,δεσμεύω,κατακτώ,αλυσοδέσω,χειροπέδες,φυλακίζω,φυλακίζω
emancipator => απελευθερωτής, emancipative => ελευθερωτικός, emancipationist => Απελευθερωτής, emancipation => ελευθέρωση, emancipating => απελευθερωτικός,