Greek Meaning of emarginately
ελαφρώς ξεφτισμένος
Other Greek words related to ελαφρώς ξεφτισμένος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of emarginately
- emarginated => εντομή
- emarginate leaf => Φύλλο με κοίλωμα
- emarginate => εγκοπτόμενο
- emanuel swedenborg => Εμάνουελ Σβέντενμποργκ
- emanuel svedberg => Εμμανουήλ Σβέντενμποργκ
- emancipist => ελευθερωτικός
- emancipatory => ελευθερωτικός
- emancipator => απελευθερωτής
- emancipative => ελευθερωτικός
- emancipationist => Απελευθερωτής
Definitions and Meaning of emarginately in English
emarginately (adv.)
In an emarginate manner.
FAQs About the word emarginately
ελαφρώς ξεφτισμένος
In an emarginate manner.
No synonyms found.
No antonyms found.
emarginated => εντομή, emarginate leaf => Φύλλο με κοίλωμα, emarginate => εγκοπτόμενο, emanuel swedenborg => Εμάνουελ Σβέντενμποργκ, emanuel svedberg => Εμμανουήλ Σβέντενμποργκ,