Greek Meaning of emasculator

μαχαίρι ευνουχισμού

Other Greek words related to μαχαίρι ευνουχισμού

Definitions and Meaning of emasculator in English

Webster

emasculator (n.)

One who, or that which, emasculates.

FAQs About the word emasculator

μαχαίρι ευνουχισμού

One who, or that which, emasculates.

φοβίζω,εκφοβίζω,παραλύω,Φοβίζω,Τρομάζω,εξασθενίζω,απογοήτευω,αποθαρρύνω,αποδυναμώνω,ουδέτερος

νεύρο,ενισχύω,ενθαρρύνω,οχυρώνω,ενθαρρύνω,ενθαρρύνω

emasculating => ευνουχιστικός, emasculated => ευνουχισμένος, emargination => εσοχή, emarginately => ελαφρώς ξεφτισμένος, emarginated => εντομή,