Greek Meaning of nerve
νεύρο
Other Greek words related to νεύρο
- αλαζονεία
- χολή
- διαβεβαίωση
- θράσος
- τόλμη
- θράσος
- ορείχαλκος
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- εμπιστοσύνη
- Φλούδα
- θράσος
- Πρόσωπο
- θράσος
- θράσος
- υπόθεση
- αυθάδεια
- σάλτσα
- θράσος
- θρασύτητα
- νευρικότητα
- Μιλάω με θράσος
- Αλαζονεία
- Ασεβεια
- Ανδρεία
- θράσος
- Αγενεια
- Θράσος
- αγένεια
- απροσεξία
- απρονοησία
- Θράσσος
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- αγένεια
- αιμομιξία
- θράσος
- αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- αλαζονεία
- αγνωμοσύνη
- αγένεια
- χουτσπά
Nearest Words of nerve
- nerve agent => νευροτοξίνη
- nerve block anaesthesia => Αποκλεισμός νεύρου
- nerve block anesthesia => Αποκλεισμός νεύρων
- nerve cell => Νευρικό κύτταρο
- nerve center => νευρικό κέντρο
- nerve centre => Νευρικό κέντρο
- nerve compression => Πίεση νεύρου
- nerve deafness => Νευροαισθητήριος βαρηκοΐα
- nerve end => Νευρική απόληξη
- nerve ending => νευρική απόληξη
Definitions and Meaning of nerve in English
nerve (n)
any bundle of nerve fibers running to various organs and tissues of the body
the courage to carry on
impudent aggressiveness
nerve (v)
get ready for something difficult or unpleasant
nerve (n.)
One of the whitish and elastic bundles of fibers, with the accompanying tissues, which transmit nervous impulses between nerve centers and various parts of the animal body.
A sinew or a tendon.
Physical force or steadiness; muscular power and control; constitutional vigor.
Steadiness and firmness of mind; self-command in personal danger, or under suffering; unshaken courage and endurance; coolness; pluck; resolution.
Audacity; assurance.
One of the principal fibrovascular bundles or ribs of a leaf, especially when these extend straight from the base or the midrib of the leaf.
One of the nervures, or veins, in the wings of insects.
nerve (v. t.)
To give strength or vigor to; to supply with force; as, fear nerved his arm.
FAQs About the word nerve
νεύρο
any bundle of nerve fibers running to various organs and tissues of the body, the courage to carry on, impudent aggressiveness, get ready for something difficul
αλαζονεία,χολή,διαβεβαίωση,θράσος,τόλμη,θράσος,ορείχαλκος,θράσος,Θράσος,θράσος
ντροπαλότητα,δυσπιστία,δισταγμός,Τρόποι,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,Ευγένεια,ευγένεια,δειλία
nervation => νεύρωση, nervate => νευρώδης, nerva => νεύρο, neruda => Νερούδα, nerthus => Nerthus,